-
1 στέμβω
Grammatical information: v.Meaning: = κινῶ συνεχῶς (EM), `to shake ceaselessly' (A. Fr. 440 = 635 M., also EM a.o. as explanation of ἀστεμφής), `to abuse, to vilify' (Eust.).Other forms: enlarged στεμβ-άζειν λοιδο-ρεῖν, χλευάζειν H., - άξαι ὑβρίσαι (EM), - άσεις λοιδιρίαι H.; ἀστέμβακτον ( κλέος, Euph.) = ἀκίνητον η βέβαιον η τετιμημένον (Et. Gud.); unclear ἀστέμβακτα τιμωρουμένη (Lyc. 1117); also ἀστεμβής ἀθαμβής, ἀτάραχος H. See also bel.Derivatives: Beside it without nasal: στόβος λοιδορία, ὄνειδος (Lyc., H.), στοβ-άζειν κακολογεῖν. - ασμάτων λοιδοριῶν H., ( ἐπι-)στοβέω `to mock, to taunt' (A. R., Epic. anon., EM). -- With aspirata: ἀστεμφής = ἀμετακίνητος (H.), `unshakable, firm' (ep. Il.). On στέμφῠλα n. pl. `squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass' (IA.) s.v. -- With o-ablaut: στόμφ-ος m. `bombastic, high-flown speech' (Longin.), -ᾱξ, -ᾱκος m. `bombastic speaker, loudmouth' (Ar. Nu. 1367; from Aesch.), - άζω `to speak bombastically, to talk big' (Ar. a.o.) with - ασμός, - αστικός (Eust.); - όω `id.' (Phld.), - ώδης, - ός (sch.). Beside it στόμβος =- βαρύηχος, βαρύφθογγος (Hp. ap. Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: To the varying form of the above words (see Schwyzer 333 a. 692) correpond an as varying content. For στέμβω a meaning `push violently, shake caeselessly' is fitting, also for ἀστεμ-φής `unshakeable' (diff., hardly correct, s. v.). From there `maltreat, revile, ridicule' in στέμβω, - άζω, στόβος, - έω? Unclear remain thus στόμφος, - αξ etc. -- An attractive connection seems possile with the Germ. deverbative OHG stampfōn, MLD stampen, OSw. stampa etc. ' stampfen, smash' with OHG stampf m. `instrument with which to struck etc.', PGm. * stamp- (IE * stomb-); s. WP. 2, 623f., Pok. 1011 ff., also W.-Hofmann s. temnō (to be kept away), but cf. on στέφω. -- The forms without nasalization show that the word is Pre-Greek (not in Furnée); further note the variation στόμφος - στόμβος.Page in Frisk: 2,788Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στέμβω
См. также в других словарях:
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek